- ἰυκτά
- ἰ̱υκτά̱ , ἰυκτήςone who shoutsmasc nom/voc/acc dualἰ̱υκτά , ἰυκτήςone who shoutsmasc voc sgἰ̱υκτά , ἰυκτήςone who shoutsmasc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιυκτής — ἰυκτής και ποιητ. τ. ἰυκτά, ὁ (Α) [ιύζω] 1. αυτός που φωνάζει ή κραυγάζει 2. αοιδός, ψάλτης, αυλητής … Dictionary of Greek